Sunday

Αφηγήσεις από την Κόκκινη Τρομοκρατία στην Κατοχή (Φενεός)

11

Γράφει ο ΣΑΘ

Αυτή (Φωτ. 1) είναι η μαγευτική λίμνη Δόξα στην ορεινή Κορινθία. Σχηματίσθηκε τεχνητά στα μέσα τής 10ετίας τού ’90, όταν ένα φράγμα τιθάσευσε τον Δόξα, το ποταμάκι που (από κοινού με το συντροφάκι του τον Όλβιο), είχε την πανάρχαια συνήθεια να δροσίζει, μα και συχνά να πλημμυρίζει, την πεδιάδα τού Φενεού (Φωτ. 2). Το χιονισμένο βουνό στο βάθος είναι η Ντουρντουβάνα (Πεντέλεια), παρακλάδι τού Χελμού.

14

Μια ανάσα από τη λίμνη Δόξα, σε υψόμετρο 1600 περίπου μέτρων,  βρίσκεται το εντυπωσιακό ιστορικό μοναστήρι τού «Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου Φονιά» (Φωτ. 3,4,5).

22

23%ce%b1

Report this ad
  • 23


«Φονιάς», όνομα και πράμα, υπό μία έννοια!…

Πολύ δύσκολα ο σημερινός ανυποψίαστος επισκέπτης τής γωνιάς αυτής της ελληνικής γης, μπορεί να φαντασθεί ότι τα μάτια του βλέπουν και τα πόδια του πατούν έναν τόπο μαρτυρίου. Ότι μόλις 73-74 χρόνια πριν, το πανέμορφο αυτό μέρος ήταν ένας εφιαλτικός κρανίου τόπος. Ένας από τους δυστυχώς πάρα πολλούς που έχει να «επιδείξει» (και που συχνά έχει την τάση να κρύβει) η πολύπαθη σύγχρονη Ελλάδα…

Είναι αναμφισβήτητα τεκμηριωμένο ιστορικά ότι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το ΚΚΕ, έχοντας θέσει σε εφαρμογή (παράλληλα με την όποια αντίσταση στον κατακτητή) το σχέδιό του να καταλάβει μεταπολεμικά την εξουσία, φρόντισε να διαλύσει βιαίως όλες σχεδόν τις μη φιλοΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις (κορυφαία η περίπτωση του Συντάγματος 5/42 του Δ. Ψαρρού) και να ξεπατώσει δεκάδες χιλιάδες Έλληνες (ενεργεία αλλά και δυνάμει) αντιπάλους του, με την αισχρή και εθνικά απαράδεκτη κατηγορία τού «αντιδραστικού», (δηλαδή ουσιαστικά του μη συμπαθούντος το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ), που βέβαια δεν ήταν καθόλου προδότες. Όποιος δεν ήταν μαζί τους, ήταν θανάσιμος εχθρός τους. Η επίσημη γραμμή (Σιάντος), ήταν απλή: Πας μη ΕΑΜίτης, Γκεσταπίτης!

Δια του λόγου το αληθές:

Τον Αύγουστο του 1944, ο κτηνώδης Θεόδωρος Ζέγγος, (γνωστός και ως ‘Στάθης’ και ‘Τριαντάφυλλος’), ανώτατος υπεύθυνος του ΚΚΕ για την Αργολιδοκορινθία (και όχι μόνον), απευθυνόμενος απολογητικά προς το Π.Γ. της ΚΕ του ΚΚΕ, γράφει:

#Στο μήνα Μάη πήρα από την ΚΕΠΠ [Κομματική Επιτροπή Περιοχής Πελοποννήσου] 4 γράμματα τα οποία έγραφαν «Τώρα που είναι ευκαιρία πρέπει να ξεπατώσουμε την αντίδραση, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είμαστε επαναστάτες. Λεπίδι-λεπίδι στην αντίδραση». Μ’ αυτό το πνεύμα γράφτηκε και κύριο άρθρο στο «Μωρηά», «Λεπίδι λεπίδι στην αντίδραση».#

«Λεπίδι στην αντίδραση», λοιπόν…

Περισσότερα περί Ζέγγου αλλά και γενικότερα περί της κατοχικής «κόκκινης τρομοκρατίας», μπορείτε να δείτε στον χώρο που μας φιλοξενεί, εδώ: https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/08/08/gcw-426/

Από τα τέλη τού καλοκαιριού τού 1943, δηλαδή πριν ακόμα εμφανισθούν τα (αμφιλεγόμενα και σε τελευταία ανάλυση δυσώνυμα και μοιραία) Τάγματα Ασφαλείας, η Ελλάδα είχε γεμίσει στρατόπεδα συγκεντρώσεως όπου ως το τέλος τής Κατοχής (αλλά και πέραν αυτής) βασανίσθηκαν απάνθρωπα και εξοντώθηκαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες συνολικά. Κάμποσοι από αυτούς ήταν πράγματι κατάπτυστοι προδότες που υπέστησαν εκεί «άξια ων έπραξαν». Τη συντριπτική πλειονότητά τους, όμως, την αποτελούσαν οι δυστυχείς «αντιδραστικοί». Ανάμεσά τους πολλές γυναίκες, (κάποιες από τις οποίες βιάστηκαν εκεί κτηνωδώς πριν τελικά εξοντωθούν), καθώς και απολύτως αθώα παιδιά. Μιαν εναργή εικόνα τού τι «παίχτηκε» τα μαύρα εκείνα χρόνια σ’ αυτόν τον βασανισμένο τόπο, παρέχει η κλασική πλέον «Ορθοκωστά» τού αριστερού ακαδημαϊκού Θ. Βαλτινού, αλλά και το πρόσφατο έργο τού Ι. Μπουγά «Αθώων Αίμα».

Μόνο στην Κορινθία, τα θύματα του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ το 1943-1944 υπολογίζονται σε χίλια (1000) και πλέον! Πάνω από το 80% των ανθρώπων αυτών, εξοντώθηκαν κτηνωδώς στην περιοχή τού ως άνω μοναστηριού τού Αγίου Γεωργίου Φενεού, στη Στιμάγκα και στο Ελληνοχώρι Κορινθίας. (Δες Ι. Μπουγάς, «Αθώων Αίμα», Πελασγός 2016, τόμος Β΄, σελ. 79).

Μιλάμε για ένα συστηματικό, απεχθές, ειδεχθές, αποτροπιαστικό,  ασύλληπτο ανθρωποσφαγείο…

Οι «ανακρίσεις» και τα βασανιστήρια, (αλλά και καθόλου σπάνιοι βιασμοί γυναικών, ακόμα και από έναν ‘περιορισμένης νοημοσύνης’ καλόγηρο του μοναστηριού…), γίνονταν συνήθως στον χώρο τού μοναστηριού, ενώ οι εκτελέσεις γίνονταν σε διάφορα σημεία γύρω από αυτό, μέσα στο δάσος. Αρχικά τα πτώματα παραχώνονταν ή και εγκαταλείπονταν εντελώς εκτεθειμένα στο ύπαιθρο. Με τον καιρό η κατάσταση έγινε ανυπόφορη. Η μπόχα που ανέδιδαν τα σαπισμένα κουφάρια, και οι μύγες, έπνιξαν τον τόπο. Σκυλιά κουβαλούσαν στα σπίτια τών αφεντικών τους, στα γύρω χωριά, ανθρώπινα μέλη… Ήταν ανάγκη επιτακτική να βρεθεί κάποια λύση. Και βράθηκε.

Τον Απρίλιο του 1944, στη 2η διάσκεψη της Στρέζοβας (Δάφνης) Καλαβρύτων, το ΚΚΕ (Αχιλλέας Μπλάνας) απεφάσισε:

«Πρέπει να κάνουμε έντεχνα εξαφανίσεις προδοτών και αντιδραστικών, να μην παρατηρούνται σκοτωμοί και να μένουν τα πτώματα άταφα, όπως έγινε σ΄ ορισμένα μέρη, πράγμα που το εκμεταλλεύθηκε η αντίδραση.»

Τον επόμενο μήνα, ο στρατοπεδάρχης τού μοναστηριού τού Αγίου Γεωργίου, (ο πρώην χωροφύλακας Γ. Πισογιαννάκης), ζήτησε από τους ντόπιους να του υποδείξουν ένα μέρος κατάλληλο για τον σκοπό αυτόν, την πλήρη εξαφάνιση δηλαδή των πτωμάτων τών εκτελουμένων. Υπεδείχθη ένα βάραθρο στη θέση Κακοβούνι, σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι, καθώς ανηφορίζουμε προς (και λίγο πριν φθάσουμε στο) Διάσελο του Κυνηγού, επάνω (σχεδόν) στον σημερινό σχετικά δύσκολον χωματόδρομο που ενώνει τον Φενεό με την Κλειτορία (μέσω Ζαρελίων και Πλανητέρου). Πρόκειται για την (έκτοτε) φρικώδη «Τρύπα» τού Φενεού, που έχει ένα σχετικά πολύ μικρό στόμιο και ‘χρησιμο’ βάθος 55-60 μέτρων. (Δες σχετικώς Ι. Μπουγάς, ό.π., σελ. 94).

Περισσότερα για την απαίσια αυτή «Τρύπα», (εξαιρετικά διαφωτιστικές φωτογραφίες), δείτε εδώ: http://users.ntua.gr/paneios/tripafeneou.htm

 

…………………………………………………………………………………………………….

 

1) #Πριν ανακαλύψουν το βάραθρο οι εκτελέσεις γινόντουσαν λίγο πιο έξω από το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Φενεό, με μαχαίρι κυρίως και τα πτώματα έμεναν σχεδόν άταφα. Εις την στοάν της δευτέρας αυλόπορτας όπως μπαίνωμε είχεν βρύση. Εκεί όταν επέστρεφε από τις εκτελέσεις σφαγές ο σφαγιάς καπετάν Γλυκός έπλενε το μαχαίρι του και το προσωπόν του και τα χέρια του από τα αίματα. Είχε το θράσος να λέγει στους υπόλοιπους κρατούμενους. «Με γέμισαν αίματα κάτι κοτούλες που έσφαζα.» ενοούσε τις γυναίκες που έσφαξε, τις έλεγε κοτούλες. Στην αρχή τους πρώτους κρατούμενους τους έβγαζαν έξω εις την άπλαν του μοναστηρίου. Τους έβαζαν και άνοιγαν το μνήμα τους μονάχοι τους  οι κρατούμενοι, τους έσφαζαν και έβγαζαν άλλους κρατουμένους και τους έθαβαν. Οι θάφτες άνοιγαν πάλι τάφους, τους έσφαζαν και αυτούς. Εναλλάξ και το αυτό βιολί. Αργότερα όπου άλλαξαν τα πράγματα ο ηγούμενος Βασίλειος άνοιξεν νέο υδραγωγείο, δια να φέρει το νερό στο μοναστήρι. Ο διανυγείς αύλαξ, απέδωσε αρκετούς σκελετούς και σαράντα κρανία.#

(Από το βιβλίο: “Οι μνήμες μου για την πατρίδα” –Σωκράτης Δ. Αγγελόπουλος”-Σελ 276).

2) Περισσότερα για το πώς ακριβώς λειτουργούσε το απαίσιο εκείνο ανθρωποσφαγείο, μας μαρτυρεί η Άννα Σταματοπούλου.

#Τα βράχια γύρω στην Τρύπα γεμάτα πιτσιλιές από φρέσκο αίμα. Στην άκρη του βαράθρου το αίμα είχε κάνει μία παχιά κρούστα! Εκεί κοντά στο σημείο σφαγής, υπήρχαν υπολείμματα από ψωμί, τυρί, αυγά. Όπως φαίνεται, οι δήμιοι έκαναν διάλειμμα και έτρωγαν κάτι για να έχουν δυνάμεις να σφάζουν εκατοντάδες αθώων ανθρώπων.

Έχουμε μαζευτεί όλοι γύρο από την Τρύπα και κοιτάμε μήπως διακρίνουμε κάτι. Ακούσαμε τότε μια δυνατή φωνή να έρχεται από το βάθος του βαράθρου. Νομίζω ακόμη πως την ακούω. Η φωνή ήταν τόσο δυνατή που νόμιζες ότι σειόταν το Κακοβούνι.

Ήταν κάποιος ζωντανός. Τον είχαν κτυπήσει με το γλωσσίδι της καμπάνας του Αγίου Γεωργίου και αυτός ζαλισμένος έπεσε μέσα στο βάραθρο πριν προφτάσουν και τον σφάξουν. Την ώρα που πήγαινε ζαλισμένος να πέσει τον κτυπούσαν μαχαιριές. Τώρα βαριά πληγωμένος ζητούσε την βοήθειά μας. Φώναζε απεγνωσμένα και παρακαλούσε «Βγάλτε με αδέρφια, βγάλτε με!  ……. Δεν μπόρεσα να βαστάξω την φρίκη και έπεσα λιπόθυμη………..! Έτρεξα πάλι κοντά στο βάραθρο να ακούσω την φωνή του, να τον αναγνωρίσω… Δεν ήταν όμως ο αδελφός μου…Ήταν κάποιος άλλος δυστυχής από το Άργος, όπως μάθαμε, που ζητούσε βοήθεια.

Φύγαμε έντρομοι χωρίς να μπορέσουμε να του δώσουμε βοήθεια. Ακόμη αισθάνομαι τύψεις. Τρέμαμε από το φόβο των ανταρτών, μήπως κάπου κοντά παραφύλαγαν και μας έπιαναν και τότε θα του κάναμε συντροφιά ζωντανοί στο βάραθρο ή σφαγμένοι….#

(Από τα απομνημονεύματα  της Άννας Σταματοπούλου -Βιβλίο «ΦΕΝΕΟΣ 1944-Η ΓΗ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ»)

Ένας από τους απειροελάχιστους που διέφυγαν την εκτέλεση την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, ο Βασίλης Δωρής, διηγείται:

3) #Μας έκλεισαν όλους εις τα υπόγεια του Μοναστηριού, όπου εκρατούντο πάρα πολλοί. Η κατάστασις εκεί μέσα ήτο άθλια: ψείρα, κακό… Ερωτήσαμε τους άλλους τι γίνεται και μας είπαν, ότι κάθε βράδυ διώχνουν δέκα είκοσι δια την Ταξιαρχίαν, ενώ εν τω μεταξύ έφερναν άλλους. Φαίνεται, ότι δεν εκαταλάβαιναν όλοι τα συμβαίνοντα, διότι τα κατάφερναν οι φύλακες τόσον καλά και μυστικά, που δεν ημπορούσες να καταλάβης. Δεν θα ξεχάσω δε την νύχτα εκείνην της 9ης προς την 10ην Ιουλίου, που περάσαμε στα υπόγεια του Μοναστηρίου καπνίζοντες τσάϊ ξερό, δια να μας περνά η πίκρα. Είμαστε τελείως νηστικοί από δύο ημερών.

Εις τας δύο την νύκτα ήλθαν οι φύλακες-δήμιοι κάποιος Δασκαλόπουλος από το Κακούρι της Μαντινείας και ένας Οικονομόπουλος από τα Καλύβια και εφώναξαν 20 ονόματα, μεταξύ των οποίων και εμένα, τον αδερφόν μου Σωτήριον, τον γαμβρόν μου Διαμαντήν, τον Πετρόπουλον, τον Καπετάνιον, την Νεμεάτισσαν Ευσταθίου και άλλους από την Ακράταν και την Κορινθίαν. Ακολούθως μας παρουσίασαν εις κάποιον αξιωματικόν, ο οποίος μας εδιάβασε μίαν αναφοράν με τας υπογραφάς μερικών συγχωριανών μας κομμουνιστών και άλλων κομμουνιστών-στελεχών της περιφερείας μας, του βουλευτού της Π.Ε.Ε.Α., του αρχηγού του εφεδρικού ΕΛΑΣ, του περιφερειακού καθοδηγητού και στο κάτω μέρος φαρδειά πλατειά του Γραβιά, διά της οποίας κατηγορούμεθα ως αντιδραστικοί, διότι διατελέσαμεν εθνικισταί αντάρται, διότι συνεργαζόμεθα  με τους Άγγλους και τα τοιαύτα. Μας διαβεβαίωσεν όμως κυνικώτατα το κάθαρμα αυτό, ότι στον Ταξίαρχο που θα πάμε, θα απολογηθούμε και θα μας απολύσουν, διότι δεν είναι βαρειά η κατηγορία μας. Μετά ταύτα μας ωδήγησαν εις την πύλην του Μοναστηρίου, όπου ένας αγροφύλαξ από τα Καλύβια, ο Νικήτας Σαρματζής, μας έδεσε οπισθάγκωνα έναν, έναν, ενώ ένας άλλος ο Βλάσσης Πρόβος από το Μούλκι, μας εφρούρει κρατών προτεταμένον αυτόματον. Εις ερώτησίν μας, διατί μας δένουν μας απήντησεν: «μη φοβόσαστε παιδιά, επειδή είναι μακρυά η Ταξιαρχία, σας δένουμε όσο είναι νύχτα, δια να μην φύγη κανείς και βρούμε το μπελά μας, άμα φωτίση θα σας λύσουμε». Και έτσι τα ανθρωπόμορφα τέρατα μας έσυραν στο σφαγείον σαν αρνιά.

Μας διέταξαν να βαδίσουμε. Είμεθα 20, εκείνοι δε 7 από τους οποίους εγνώριζα τον Δασκαλόπουλον, τον Οικονομόπουλον, τον Σαρματζήν και τον Πρόβον. Οι άλλοι τρείς σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά ήσαν κάποιος Αντώνης (καπετάν κεραυνός) και κάποιος Κωνστ. Γλυκός από το Στόμιον της Κορινθίας. Επήραμε τον δρόμον προς Καλύβια. Εβαδίζαμε σιγά σιγά, διότι είμεθα δεμένοι και ήταν νύκτα. Επεράσαμε νύχτα ακόμη το ποτάμι που τρέχει στους πρόποδας του Χελμού και ξημερώνοντας ανεβαίναμε τον ανήφορο προς το Κακκοβούνι. Εκάναμε πολλές στάσεις διότι είμεθα κουρασμένοι και τελείως νηστικοί. Μερικοί από εμάς το είχαν καταλάβει, ότι μας πηγαίνουν για εκτέλεσι, εγώ δε το έλεγα καθαρά, ότι δεν έχουμε ελπίδα. Μάλιστα όταν εκάναμε στάση επρόσεχα, μήπως μας βάλουν με τα αυτόματα. Ας σημειωθή, ότι δεν μας έλυσαν, όταν εφώτισε απ΄ αυτό δε άρχισαν να υποψιάζωνται όλοι. Αυτά τα σκυλιά όμως έδιναν θάρρος και αυτό βέβαια, δια να βαδίζωμε γρήγορα, δια να γυρίσουν εκείνοι πίσω. Δεν εδίναμε όμως σημασίαν στα λόγια των, εγώ δε προσπαθούσα να λυθώ δια να τους φύγω. Πράγματι το έβαλα βαθειά στο μυαλό μου, ότι πρέπει να κάμω το παν. Επρόκειτο περί ζωής ή θανάτου. Γι΄ αυτό επίεζα συνεχώς τα χέρια μου και σε λίγο κατόρθωσα ν΄ απαλλαγώ από το σχοινί που με είχαν δέσει. Έκρυβα όμως τα χέρια μου κρατώντας τα οπίσω σκεπασμένα με το σακκάκι μου, και ανεζήτουν ευκαιρίαν να φύγω. Ο αδελφός μου με είδε, ότι είχα λυθεί και προσπαθούσε να λυθή και εκείνος, ενώ ο γαμβρός μου δεν ήθελε να πιστεύση, ότι μας πηγαίνουν για εκτέλεση και μας συνεβούλευε να μην φύγουμε, διότι θα ήταν χειρότερα. Με είδαν όμως πριν προφθάσω να το βάλω στα πόδια και με έδεσαν σφιχτότερα και με επρόσεχαν. Τότε πλέον τα έχασα. Ενόμιζα ότι δευτέρα φορά δεν θα μπορέσω να λυθώ, δια να φύγω όπως όπως. Το προσωπό μου είχε γίνει χλωμό και εις μάτην προσπαθούσα να αποδιώξω τον νούν μου από την φρίκην του θανάτου. Όταν αντίκριζα το τεράστιο μαχαίρι, που ήταν κρεμασμένο στη μέση του Θύμιου, με έπιανε ρίγος. Έρριχνα μια ματιά προς τα οπίσω, στα βουνά που περάσαμε, που δεν θα τα ξανάβλεπα και μ΄ έπιανε κρύος ιδρώς.

Ενθυμόμουνα το σπίτι μου, τον μικρόν μου αδερφόν Νίκον, ο οποίος δυστυχώς δεν είχε καλυτέραν από τον Σωτήρην τύχην. Εσκεπτόμουν τα νιάτα μου και την ζωήν μου, που θα την έχανα χωρίς να βλάψω κανένα, τα λόγια των Άγγλων της αποστολής λοχαγών Κέλλα και Φρέϊζερ, που μου έλεγαν, ότι θα με πάρουν Αγγλία, όταν λήξη ο πόλεμος και οι οποίοι τώρα σαπίζουν μαζί με τους ιδικούς μας εις το Κακκοβούνι. Μου εφαίνετο σαν νύχτα, διότι τα μάτια μου είχαν θολώσει. Η αγριότης της φύσεως, η ερημιά, η χαράδρα με τρόμαζαν. Σμήνη από κοράκια επετούσαν επάνω από την χαράδρα, ενώ η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη μυίγες. Ο αδερφός μου προσπαθών να τις αποδιώξη, διότι δεν μπορούσε να τις υποφέρη, ετίναζε το κεφάλι του συνεχώς. Από όλους έβγαιναν βαθείς αναστεναγμοί. Υπό τας συνθήκας αυτάς, ενώ ο ήλιος του Ιουλίου άρχισε να καίη, διότι είχε φθάσει εννέα η ώρα, αναβαίναμε τον ανήφορον του μαρτυρίου. Σε μια στιγμή όμως, ενώ εβαδίζαμε και φαίνεται ασυναισθήτως επίεζα τα χέρια μου, κατάλαβα ότι μπορούσα να λυθώ πάλιν. Το κατόρθωσα να λυθώ, που και τώρα ακόμη μου φαίνεται απίστευτον. Αλλά η Παναγία, που την μελετούσα σ΄ όλον τον δρόμο, μου έδωσε δύναμιν. Ήδη ήμουν έτοιμος να σαλτάρω στον κατήφορο, αλλά αυτά τα παλιόσκυλα με παρακολουθούσαν. Πάντως το είχα πάρει απόφασιν να φύγω οπωσδήποτε και ας με σκότωναν με σφαίρα. Ήταν προτιμότερη η σφαίρα από το μαχαίρι. Έδωσα θάρρος και εις τον αδερφόν μου και του είπα να επιχειρήση να λυθή, δια να φύγουμε μαζί, οπότε ήταν ευκολότερον, διότι θα τους εδημιουργούσαμε σύγχυσιν και ποιος ξεύρει, εάν είχαν τύχην και μερικοί άλλοι, αλλά εκείνος μου απήντησε με πνιγμένη φωνή ότι είναι σφιχτά δεμένος. «Φύγε, μου λέγει, Βασίλη, να προλάβης τον Νίκον, γιατί και εκείνον θα τον πάρουνε, και να πής τα μαντάτα μας». Ηπόρησα πως με τόσο θάρρος μου εμίλησε ο αδελφός μου, διότι τα μάτια του επέταξαν φωτιές. Ήταν φαίνεται οι τελευταίες αναλαμπές του.

Αίφνης και ενώ ψιθυρίζαμε τα τελευταία λόγια με τον αδελφόν μου, μας διέταξαν να σταματήσωμε. Είχαμε φθάσει εις την κορυφήν του Κοκκοβουνίου. Τότε εμείς όλοι εκαθήσαμε χάμω, κάθιδροι όπως είμαστε σαν τα θολωμένα ψάρια. Δύο δήμιοι, ο Θύμιος και ο Σαρματζής φέροντες μαζί των και ένα αυτόματον, άλλαξαν πορείαν στρέψαντες μάλλον προς τα οπίσω. Αμέσως κατάλαβα ότι κάπου εκεί κοντά θα γίνη το πανηγύρι. Δρόμος δεν διακρίνετο διά να νομίση κανείς ότι εκεί κοντά είναι καταυλισμός και μάλιστα Ταξιαρχίας. Άρχισαν να παίρνουν δύο-δύο με την δικαιολογίαν, ότι θα ανακριθούν και θα γυρίσουν για να πάνε άλλοι και ούτω καθεξής, μέχρις ότου τελειώσουν όλοι. Ο αδελφός μου, ο οποίος παραδόξως, όπως είπα, είχε πάρει θάρρος, βλέπων τα πράγματα, ερώτησε έναν από τους Φρουρούς μας: «συναγωνιστήν εδώ ούτε δρόμο βλέπουμε, ούτε Ταξιαρχία, σαν να μας μυρίζη μαχαίρι». Εκείνος δε απάντησε: «μη φοβόσαστε παιδιά, εδώ είναι γκοτζάμου Ταξιαρχία, θα πάρετε και συσσίτιο»!. Εγώ όμως προσπαθούσα να εύρω την κατάλληλην ευκαιρία να φύγω. Το είχα πάρει απόφαση να τους φύγω, σαν τον Αποστόλην Μπάρλαν από την Φρουσούναν και τον ανάπηρον Παν. Αγγελόπουλον από το Βρούσι της Επαρχίας μας, όπως και το κατάφερα, αλλά υπό συνθήκας δυσμενεστέρας από εκείνους. Γι΄ αυτό είχαμε μείνει σκοπίμως τελευταίοι από όλη τη παρέα μας. Μόνον ο ιατρός Πετρόπουλος είχε προπορευθή. Ήταν ο μακαρίτης ανυπόμονος και επήγε πρώτος, φαίνεται από τη συνήθεια να έρχεται και εις τους αγώνας, που έδωσε στη Σόφια και στο Βελιγράδι πρώτος. Εδώ όμως οι ομοεθνείς συναγωνισταί τον έριξαν εις τον πάτο του βαράθρου. Ο γαμβρός μου με τον συγχωριανόν μας Γεωργ. Καπετάνιον ήσαν όπισθεν μας και εκάθηντο αμίλητοι, διότι ο τόσον αισιόδοξος γαμβρός μου επίστεψε πλέον, ότι δεν ξαναβλέπει τα παιδιά του, αφού δεν έβλεπε να ξαναγυρίζη κανείς από τους πρώτους.

 

Ήλθε και η σειρά εμένα και του αδερφού μου, ο οποίος ετέθη πρώτος. Μόλις δε απεμακρύνθημεν ολίγον και δεν εφαινόμεθα από τους εναπομείναντας, μας έβαλαν τα πιστόλια εις το κορμί και μας διέταζαν απειλητικά να προχωρήσουμε. Τότε εγώ τους λέω «βρέ συναγωνισταί γιατί μας σκοτώνετε, τι σας εκάναμε; Ανακρίνετέ μας, τουλάχιστον». Εκείνος αντί απαντήσεως μου εβλασφήμησε τα θεία και μου έδωσε μερικά κτυπήματα εις το κορμί με κλάρα ελάτου που κρατούσε για να στηρίζεται, διότι το μέρος ήτο απόκρημνον. Εσκέφθην αμέσως να το βάλω στα πόδια, διότι, όπως είπα, ήμουν λυμένος και έκρυβα τα χέρια μου κάτω από το σακκάκι, αλλά υπήρχε φόβος να σκοτωθώ εις τους βράχους. Έσφιγγα την καρδιά μου κι έριχνα το βλέμμα μου παντού, ο δε αδελφός μου ήταν πράσινος από το φόβο του. Εβαδίσαμε 50-60 μέτρα ακόμη και επήραμε τον κατήφορο προς την χαράδρα, όταν σε μια στιγμή ακούω τον αδελφόν μου να φωνάζη με απελπισίαν :«αααχ νειάτα μου, σπιτάκι μου, αντίο κόσμε!!!!» (ήτο ηλικίας 27 ετών άγαμος). Φαίνεται ο δυστυχισμένος αντίκρυσε το σφαγείον, διότι και εγώ αμέσως με ένα βλέμμα προς τη χαράδρα, είδα τους δύο δημίους τον Θύμιον και τον Σαρματζήν ακουμπισμένους εις ένα έλατον με τα μανίκια ανασκουμπωμένα και εκάπνιζαν!! Τι αποκτήνωσις Θεέ μου!! Κατά γης δε δύο ανθρώπινα κεφάλια νωπά και πιο πέρα άλλα δύο. Όλο δε το έμπροσθεν των έδαφος κατακόκκινο από τα αίματα. Σώματα δεν είδα διότι, όπως κατάλαβα καθώς και εκ των σχετικών ανταποκρίσεων αποδεικνύεται, τα σώματα τα έριχναν αμέσως εις την τρύπαν, τα δε κεφάλια τα έριχναν, όταν εμαζεύοντο πολλά, δια να μη σκύβουν και τους πονέση η μέση! Από εκείνην τη στιγμή έπαυσα να αισθάνομαι. Το αίμα μου είχε ανέβει στο κεφάλι και το πρόσωπό μου είχε αγριέψει. Αμέσως με μια υπεράνθρωπη δύναμη, που μόνο η Παναγία μπορούσε να μου δώση, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω τι έκανα, ετίναξα αστραπιαίως μια δυνατή γροθιά εις το πρόσωπον του συνοδού μου και ερρίφθην στον κατήφορον. Είναι δε τόσον απότομος ο κατήφορος, ώστε ερρίφθην σχεδόν εις το κενόν, το οποίον δεν έλαβα υπ΄ όψει. Πάλη μεταξύ ζωής ή θανάτου! Οι δήμιοι με απεχαιρέτησαν με μερικές πιστολιές και δύο ρυπάς αυτομάτου όπλου και με τη φράσιν «άστε τον, δεν πειράζει, ένας λιγότερος». Το τι έπαθε ο αδελφός μου μετά ταύτα μόνον ο Θεός ξεύρει και θα τους τιμωρήση. Εγώ μόνον, όταν αργότερα συνήλθα, ενόμισα (σαν όνειρο) ότι άκουσα ένα μούγκρισμα του αδελφού μου. Ο γαμβρός μου και ο Γεώργιος Καπετάνιος δεν αποκλείεται να κατάλαβαν, ότι κάποιος από τα δύο αδέλφια έφυγε και ποιος ξεύρει τι τους είπαν αυτά τα βρωμόσκυλα ή τι θα έπαθαν και εκείνοι βασανιζόμενοι. Εγώ έτρεχα με τόσην ταχύτητα, που απορώ, πως δεν έγινα χαλκομανία στα πυκνότατα έλατα.  Το μόνον που έπαθα είναι, ότι έπεσα μέσα εις ένα θάμνον και έσπασα το αριστερό μου χέρι. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να σηκωθώ και να συνεχίσω τον δρόμον μου. Απεμακρύνθην αρκετά από το σφαγείον και τότε κατάλαβα ότι ζώ. Και διά να χάσουν τα ίχνη μου, διότι ενόμιζα ότι με κυνηγούν, έστρεψα πάλιν προς το βουνό, επειδή θα έμπαινα στα χωράφια και θα με έβλεπαν οπότε αλλοίμονό μου! Δεν εστενοχωρούντο βέβαια, που θα γλύτωνε ένας Έλλην, αφού θα εσκότωναν πολλούς συγγενείς μου εις εκδίκησιν, όσον θα επληροφορείτο ο κόσμος τα φρικτά εγκλήματά των και θα εδυσφημείτο ο αγώνας των. Αφού εβεβαιώθην, ότι με είχαν χάσει πλέον και είχα γλυτώσει από τα νύχια της ΟΠΛΑ εμπήκα μέσα εις ένα φουντωτόν κέδρον, διά να συνέλθω.

 Η καρδιά μου εκτυπούσε δυνατά, ενώ ο ιδρώς έτρεχε ποταμηδόν. Έκανα τον Σταυρόν μου πολλές φορές και συνησθάνθην τι είχε συμβή. Εθυμήθηκα τον αδελφόν μου, τον γαμβρόν μου, που εσφάγησαν και μερικά δάκρυα πόνου έβρεξαν το προσωπόν μου. Έβλεπα τον κάμπο της Φενεού, που είχα περάσει την προηγουμένην, την Τζήρια και τα βουνά της Γκούρας, που όλα ήσαν ένα κομμάτι Ελλάδα και μου εφαίνοντο σαν λυπημένα για το κακό που γίνεται γύρο των. Έβλεπα με τη φαντασία μου τον μικρόν αδελφόν μου Νίκον και ήθελα να κάμω φτερά και να τον γλιτώσω από την σφαγήν, διότι θα εξεδικούντο μέχρι 4ης γενεάς όπως ήταν το πρόγραμμά των.

 Έμεινα εκεί μέχρις ότου ενύχτωσε, οπότε άρχισα να βαδίζω μέσα σε ένα δάσος άγνωστο, άγριο, ξυπόλητος, διότι τα υποδήματά μου έμειναν εκεί που έπεσα, τραυματισμένος στα χέρια και τα πόδια. Από ενωρίς είχα επισημάνει τον τόπο και είχα σχεδιάσει την πορείαν μου που θα ακολουθήσω, δια να φθάσω στο Δούκα το ταχύτερον με οδηγόν τα άστρα του ουρανού. Ευτυχώς που στο δρόμο μου ηύρα ένα καλύβι, όπου έμενε μια γυναικούλα. Την είχα διακρίνει από το παρατηρητήριό μου και μόλις ενύκτωσε επλησίασσα, για να της ζητήσω ολίγο νερό, διότι είχα σκάσει από την δίψα. Η καλή αυτή γυναικούλα, η οποία ονομάζεται Δήμητρα Θανασενάρη και κατοικεί εις το χωρίον «Καλύβια» της Φενεού και εις την οποία εκφράζω δημοσία τας ευχαριστίας μου, μου πρόσφερε άφθονο νερό με ένα τουλούμι κατσικίσιο, ψωμί και προ πάντων με ωδήγησε από πού θα περάσω και πως θα βαδίσω, διά να μην με πιάσουν, διότι αυτά τα σκυλιά είχαν φαγωθή να με συλλάβουν. Με τις καμπάνες και τα τηλέφωνα είχαν κινητοποήσει τα φυλάκιά των. Εν πάση περιπτώσει, βαδίζων όλο νύχτα από βουνό σε βουνό έφτασα μετά 4ήμερον πορείαν εις το χωρίον Κεφαλόβρυσον.

Ο σκοπός μου ήτο να σώσω τον μικρόν μου αδερφόν Νίκον. Δυστυχώς λόγω της αφαντάστου τρομοκρατίας και η οποία ενετάθη μετά την φυγήν μου, ιδίως μεταξύ των συγγενών μου, λόγω του απειλουμένου αφανισμού του συγγενολογίου μου, ο κόσμος δεν με εξυπηρέτησε. Έστειλα ένα συγγενή μου τον Ανδρέαν Κωστάκην εις το Δούκα δια να πλησιάση τον αδελφόν μου, και αφού του ανακοινώσει τα θλιβερά συμβάντα, να τον πείση παντί τρόπω να φύγη και να έλθη εις αντάμωσίν μου, αφου εγκαταλείψη τα πάντα. Ατυχώς όμως ο δειλός αυτός συγγενής μου εφοβήθη να εισέλθη εις το χωρίον Δούκα, διότι έμενον εκεί αντάρται! Και έτσι εγύρισε άπρακτος, δια να μου προσφέρη και εν ακόμη ποτήριον πίκρας. Δεν είχα όμως εξαντλήσει όλας τας ελπίδας. Εσκέφθην να διαθέσω τότε τα υπολείμματα των δυνάμεών μου και να επιχειρήσω  το τόλμημα να πλησιάσω τον αδελφόν μου, μόνος μου, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δι΄ αυτό την ερχομένην νύκτα έφθασα εις Δούκα. Ήτο όμως πλέον αργά. Ο Νίκος εκρατείτο εις το Φρουραρχείον, τα πρόβατά μας, τα ζώα μας και όλα τα έμψυχα ήσαν συγκεντρωμένα εις την αυλήν του σπιτιού μας. Άλλος καταπέλτης μου ήλθε τότε. Εσκέφθην να επιχειρήσω κανένα παράτολμον πράγμα, να παίξω όλα για όλα, αλλά ήμουν σωματικόν ράκος, όπως αναφέρω ανωτέρω, και δεν είχα στα χέρια μου τίποτα. Εμηχανεύθην το παν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η τελευταία μου προσπάθεια ήτο να κτυπήσω την πόρτα ενός ομωνύμου εξαδέλφου μου (το έσχατον μέσον), αλλ΄ εκείνος με αντίκρυσε με τρόπον, διότι είχε πληροφορηθή τα συμβάντα και υπήρχε άμεσος φόβος να το πάρη η μπόρα και αυτόν και  με απέπεμψε. Και έτσι επήρα την απόφασιν, ότι ο Νίκος (ήτο 19 ετών) θα ακολουθήση τον δρόμον του Σωτήρη.

 Με θλιμμένην καρδιά, απογοητευμένος απεμακρυνόμην από το Δούκα, διότι υπήρχε φόβος να γίνω αντιληπτός από καμμιά περίπολο ή να με αναγνωρίση κανείς από την εντόπιαν κομμουνιστικήν οργάνωσιν και η οποία μας παρέδωσε στους αντάρτας. Εκρύφτηκα εις το απέναντι βουνό Μελιδόνι και ανέμενα να ιδώ τι θα γίνη. Πράγματι πρωί πρωί εκάλεσαν όλο το χωριό με την καμπάνα, δια να φέρουν τα ζώα των, προκειμένου να λεηλατήσουν το σπίτι μας. Και έτσι διήρπαξαν τα υπάρχοντά μας μέχρι βελόνας, τους μόχθους πεντηκονταετούς ζωής των γονέων μας, επήραν τα 75 πρόβατα που είχαμε, έβαλαν εμπρός τον τελευταίον βλαστόν του Φιλλίππου Δωρή, τον οδυρόμενον Νίκον, αφού άφησαν οπίσω στο πασίγνωστο χάνι του Γεροφίλιππα τους τέσσαρας τοίχους. Εκφράζομαι δε με αγανάκτησιν κατά των δύο συγχωριανών μου οικογενειών, διά τον εγκληματικόν των ρόλον, τόσον κατά την ως αντιδραστικών κατηγορίαν μας, την οποίαν αυτοί πρώτοι ενώπιον των ανταρτών ήγειραν δια των υπογραφών των, όσον και διά τον εμπαιγμόν του μελλοθανάτου αδελφού μου Νίκου κατά την κένωσιν της οικίας μας. Οι ίδιοι τον παρελθόντα Ιούνιον εφόνευσαν τον δεύτερον γαμβρόν μου Δημ. Κουκούλην και έτσι ανεβίβασαν τους νεκρούς της οικογενείας μου εις τέσσαρας. Όλοι όμως πλην ενός κρατούνται εις τας φυλακάς της Ακροναυπλίας μαζί με τον φίλον τους Γραβιάν και τους λοιπούς συντρόφους των.

 Παρηκολούθησα με θλίψιν την συντελουμένην καταστροφήν της οικογενείας του πατρός μου, του οποίου θα έτριζαν τα κόκκαλα και ενεθυμήθην τον πατέρα μου και την μητέρα μου, που δεν εζούσαν, τον αδερφό μου Ευάγγελον εις τας Αθήνας, που δεν ήξευρε τίποτα από όλα αυτά, που συνέβησαν και έκλαψα όσον δεν ημπορούσα πλέον. Άκουσα τα κλαυθμυριστά γαυγίσματα του σκύλου, που μόνον αυτός έμεινε από την περιουσίαν μας και ούρλιαζε όλη την ημέρα, σαν να καταλάβαινε τι είχε γίνει, έκλαψα ξανά, έκλαψα μέχρι που εστέγνωσα και επεγνωσμένος έλαβα την άγουσαν δια το Άργος, όπου μετά τίνας ημέρας επληροφορήθην, ότι το εναπομείναν έρημο σπίτι μας το έκαψαν οι Γερμανοί, δια να εξαλειφθή και το τελευταίον ίχνος του  παρελθόντος μας. Κατέφυγα εις τας Αθήνας και έμεινα πλησίον του εκεί διαμένοντος εναπομείναντος αδερφού Ευαγγέλου, όπυ και εδοκίμασα τον Δεκέμβριον μαζί του όλη την φρίκην του εθνοκτόνου κινήματος τελικώς δε κατετάγην εις την Εθνοφυλακήν.

Αυτά υπήρξαν τα κατορθώματα μιάς εγκληματικής σπείρας εχθρών της Ελλάδος, τους οποίους τόσον ανοήτως υποστηρίζουν πολλοί Έλληνες. Το αίμα όμως αχνίζει ακόμη και δεν είναι μακράν που η οργή του Λαού θα έλθη τιμωρός των αποτροπαίων εγκλημάτων.

 

                       Βασίλειος Φιλ. Δωρής

                            Δούκα Άργους

                           Αύγουστος 1945#

 

4) Στο βιβλίο του Κ. Σαραντόπουλου -Βαλτέτσι 1944 αναφέρονται για τους Βαλτετσιώτες που μεταφέρθηκαν στο Φενεό και κατακρεουργήθηκαν:

 

#Η περίπτωση της Βασίλως Γ. Στάικου:

 

Από τις παντρεμένες Βαλτετσιώτισσες που κλείστηκαν στο στρατόπεδο οι τρεις ήταν έγκυοι (η Βασίλω Γ. Στάικου, η Αγγελική Γ. Μπαμή και η Μαρίτσα Γ. Κοκκάλα). Η Βασίλω Στάικου, 34 ετών, γέννησε εκείνες τις ημέρες στο στρατόπεδο. Όπως μας είπαν ο ξεναγός μας και ο καλόγερος, το βρέφος έκλαιγε συνεχώς, διότι η μητέρα του από τις στερήσεις και τις κακουχίες δεν είχε αρκετό γάλα για να χορτάσει. Ενοχλημένος από το κλάμα ένας άγριος Ελασίτης το άρπαξε από την αγκαλιά της μάνας του, λέγοντας: «Θα το ταΐσω εγώ». Μάταια η Βασίλω προσπάθησε με κλάματα ν’ αντισταθεί σαν τις μάνες των πουλιών, όταν κάποιος τους παίρνει από τη φωλιά τα μικρά τους. Εκείνος το εκσφενδόνισε έξω από τη μάντρα του Μοναστηριού, όπου βρήκε το θάνατο. Κανένας δεν τόλμησε να το περισυλλέξει. Αυτό το πλασματάκι υπήρξε το πρώτο θύμα των Βαλτετσιωτών στο Φενεό και προστέθηκε στους άλλους 19.»  *{*σ.σ. «Μάρτυς που έζησε από τους κρατουμένους στο στρατόπεδο τ΄ Αγιώργη του Φενεού που είδε με τα μάτια του και μας διηγήθηκε πως έγινε το φονικό που πέταξαν το νεογέννητο βρέφος στη ρεματιά είναι ο μικρός τότε 16 χρονών Γεωργ,. Α. Μανωλόπουλος. Το νεογέννητον επέταξε στη ρεματιά ο καπετάν Γλυκός (Κωσταντίνος Σερμπέτης) »-[ΠΗΓΗ βιβλίο: «Οι μνήμες μου για την πατρίδα” –Σωκράτης Δ. Αγγελόπουλος»].

Κάποια άλλη πηγή αναφέρει ότι το βρέφος εκσφενδόνισε από παράθυρο της μονής στην  δασωμένη ρεματιά ο σφαγέας Ιωάννης Κανελλόπουλος (ή Φραγκοράφτης) καταγόμενος από το Δερβένι και κάτοικος Ζευγολατιού Κορινθίας. (εκτελέσθηκε 19/02/1948).

 

   Το νεογέννητο έφαγαν τα σκυλιά του μοναστηριού η “Σουλτάνα” και ο “Κοράκης”}. …….«Οι άτυχοι Βαλτετσιώτες ρίχτηκαν στο βάραθρο και πέθαναν κατά τον πιό φρικτό τρόπο κατά πάσα πιθανότητα στις 17 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Μαρίνας. Ήταν εννέα (9) άντρες και δέκα (10) γυναίκες και μικρά κορίτσια. Δεν επέζησε κανένας.» ….

Τα ονόματα των 19 Βαλτετσιωτών που μαρτύρησαν στον Φενεό είναι τα εξής: Καραμάνης Χρήστος, ετών 64, Καραμάνης Γ. Πάνος, ετών 32, Καραθάνου Α. Γεωργία, ετών 22, Κοκκάλα Γεωργ. Μαρίτσα, ετών 25 έγκυος, Κρουμπούζος Ν. Γεώργιος, ετών 18, Μπαμή Γ. ‘Αγγελική, ετών 28 έγκυος, Μπαμή Γ. Ελένη, ετών 18 προγονή της ‘Αγγελικής, Μπόλλα Β. Ευαγγελία, Παύλου Γ. Αντώνιος, ετών 16, Πολλάλης I. Θοδωρής, ετών 19, Ρούσσος ‘Αρ. Ιωάννης, ετών 58, Σαραντόπουλος Ν. Γεώργιος, ετών 70, Σουρούνης I. Γεώργιος, ετών 65, Στάικου Γ. Βασίλω, ετών 34 έγκυος, Στάικου Γ. Παναγιώτα, ετών 17 (προγονή της Βασίλως Στάικου), Στάικου Γ. Γεωργία, ετών 15 κόρη της Βασίλως, Στάικου Γ. Μαρία, ετών 13 κόρη της Βασίλως, Στάικου Γ. Κων/να, ετών 11 κόρη της Βασίλως, Τσούκας Αν. Νίκος, ετών 18.#

 

………………………………………………………………………………………………………………

 

Και τα τέσσερα ως άνω παραθέματα, προέρχονται από το εξαιρετικά καλά τεκμηριωμένο site του κ. Σ. Ριζογιάννη:

 

http://rozosotiris.blogspot.gr/search/label/%28082%29%CE%97%20%CE%B1%CF%80%CF%8C%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%92%CE%91%CE%A3.%20%CE%94%CE%A9%CE%A1%CE%97%20%CE%B1%CF%80%CF%8C%20%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82%20%CF%83%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CF%82%20%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%82%20%CF%83%CF%84%CE%BF%20%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BB%CE%BF%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%92%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%98%CE%A1%CE%9F%CE%A5-%CE%A4%CE%A1%CE%A5%CE%A0%CE%91%CE%A3%20%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD%20%CE%A6%CE%95%CE%9D%CE%95%CE%9F%20%CE%9A%CE%9F%CE%A1%CE%99%CE%9D%CE%98%CE%99%CE%91%CE%A3

Για το ίδιο θέμα, δείτε εδώ:  http://stathis.research.yale.edu//files/redgreek.pdf

ολόκληρο το πολύκροτο κείμενο του καθηγητή Στάθη Καλύβα «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία τής Αριστεράς στην Κατοχή», (που είναι δημοσιευμένο και στο βιβλίο του Mazower (επιμ) «Μετά τον Πόλεμο», σελ. 161-204).

Σε δύο φάσεις, το 1945 και το 1991, ανασύρθηκαν από τη φρικώδη «Τρύπα» του Φενεού 409 συνολικά ανθρώπινοι σκελετοί.

Σε μαρμάρινες πλάκες που έχουν αναρτηθεί μέσα στο παρακείμενο εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, είναι γραμμένα τα ονόματα των νεκρών….

 

………………………………………………………………………………………………………………

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:

 

Όλα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν εδώ την ανάρτηση, δεν είναι παρά «μαύρη προπαγάντα» και αισχρές συκοφαντίες τής αντίδρασης. Αυτό είναι καρατσεκαρισμένο!

 

Αλήθεια λένε μόνο οι αδούλωτοι ήρωες και μάρτυρες των ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΟΠΛΑ/ΚΚΕ. Καρατσεκαρισμένο και αυτό! 

 

 

No comments:

Post a Comment