Μια φορά κι έναν καιρό τα πράγματα ήταν και ιδεολογικώς καλά τακτοποιημένα στην Ελλάδα. Η Αριστερά είχε κυριαρχήσει στον δημόσιο διάλογο και οι απόψεις της είχαν γίνει κοινός τόπος. Το κράτος ήταν στο επίκεντρο της σκέψης όλων κι όλοι -αριστεροί και δεξιοί- προσέβλεπαν σ' αυτό διά πάσαν νόσον. Η έκφραση «μα πού είναι το κράτος;» ήταν η εκλαϊκευμένη εκδοχή αυτής της θεωρίας. Οι πολιτικοί μπάλωναν διά του κράτους όλα τα προβλήματα. Η παραγωγική βάση της οικονομίας διαρκώς συρρικνωνόταν, αλλά η ανεργία καλυπτόταν με αθρόες προσλήψεις στο Δημόσιο· το αντιπαραγωγικό μοντέλο της εκτεταμένης μεταπρατικής επιχειρηματικότητας καλυπτόταν είτε με επιδοτήσεις (το 2007 μπήκαν στο ΕΣΠΑ ακόμη και καφετέριες!), είτε με ενίσχυση της ζήτησης, διογκώνοντας το μισθολογικό κόστος του Δημοσίου· η έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων καλυπτόταν (κατά καιρούς) από τις δημόσιες επενδύσεις, κι όλα έμοιαζαν καλά.
Η ιδεολογία του μεγάλου κράτους -που έπρεπε να φροντίζει και να μην υπάρχουν χιόνια στο κεφαλόσκαλό μας- έμοιαζε να δουλεύει. Οταν δεν δούλευε (όπως γινόταν στις περισσότερες περιπτώσεις) οι ιδεολογικοί παντοκράτορες το βάφτιζαν «καπιταλιστικό». Εφευρίσκονταν διάφορες δικαιολογίες: πότε «οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για τα προβλήματα του λαού», άλλοτε «υπήρχαν (λίγοι πάντα) διεφθαρμένοι υπάλληλοι», και συνήθως «τα μεγάλα συμφέροντα δεν επέτρεπαν στον «πατερούλη» να παίξει τον αγαθό του ρόλο».
Η αλήθεια είναι ότι και τα τρία αυτά ισχύουν. Μόνο που κανείς δεν αμφισβητούσε τον πυρήνα της θεωρίας, που γεννά αυτά τα φαινόμενα και είναι το μεγάλο κράτος. Κυριαρχούσε μια παραλλαγή της θεωρίας για την κατάρρευση του κομμουνισμού: «είναι καλό σύστημα αλλά αυτοί που εκλήθησαν (πολιτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι) να το εφαρμόσουν δεν μπορούσαν»· αφήστε δε το γεγονός ότι καραδοκούσε ο «ιμπεριαλισμός» ή τα «μεγάλα συμφέροντα». Ετσι το λατρεμένο κράτος μας δεν μπορούσε να προσφέρει ικανοποιητικά ούτε τα αναγκαία (π.χ. υγεία, παιδεία) ούτε αυτά που δεν όφειλε να κάνει το ίδιο, αλλά έπρεπε να τα αφήσει στην αγορά (π.χ. αερομεταφορές).
Παρά την καταφανή αποτυχία του κράτους και στα μικρά και στα μεγάλα (π.χ. η Ελλάδα έχει από τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας) η ιδεολογία του μεγάλου κράτους παρέμενε ανέπαφη εξαιτίας της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς στην Ελλάδα. Κάθε φορά που συζητούνταν κάποια ιδιωτικοποίηση, μύριοι φανταστικοί κίνδυνοι ξεπηδούσαν από το πουθενά. Τι κι αν παγκοσμίως οι κρατικές εταιρείες παρουσίαζαν τους μεγαλύτερους δείκτες αεροπορικών δυστυχημάτων; Η ιδιωτικοποίηση της «Ολυμπιακής» παρουσιαζόταν ως μελλοντικό συμβόλαιο θανάτου των επιβατών. Τι κι αν τα καλύτερα και μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου είναι μη κρατικά-μη κερδοσκοπικά; Η αλλαγή του άρθρου 16 παρουσιάζεται ως η καταστροφή της (φοβερής και τρομερής) ανώτατης παιδείας που έχουμε. Το άσυλο για την προστασία της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών στα πανεπιστήμια, έγινε άσυλο τραμπούκων που απαγορεύουν την έκφραση άλλης γνώμης μέσα στα πανεπιστήμια. Η πραγματικότητα, που έρχεται σε αντίθεση με την ιδεολογία δεν παίζει κανένα ρόλο. Αντιθέτως: υποτάσσεται στις ανάγκες του δόγματος.
Οι επιπτώσεις
Αυτή η ιδεολογική μονοκρατορία της Αριστεράς είχε δύο επιπτώσεις. Η πρώτη ήταν ότι ο δημόσιος διάλογος έγινε χωλός. Η δημοκρατία είναι το πιο παραγωγικό σύστημα που γνωρίσαμε, διότι συγκρούονται αντιτιθέμενες προτάσεις και προκύπτει, συνήθως, κάποιο μείγμα τους. Ο ένας επιχειρηματολογεί για «κράτος νυχτοφύλακα», ο άλλος υπέρ του «σοβιετικού κράτους» και οι εχέφρονες καταλήγουν κάπου στο ενδιάμεσο. Στην Ελλάδα κάθε πρόταση για μείωση του κράτους αντιμετωπίζεται διά της ιδεολογικής τρομοκρατίας· κάποιες φορές και της πραγματικής διά του προπηλακισμού εκείνων που την εκφέρουν. Οσοι μιλούσαν για μικρότερο κράτος βαφτίζονταν είτε «εχθροί του λαού», είτε -ακόμη χειρότερα- «νεοφιλελεύθεροι»· εσχάτως και «δωσίλογοι». Είναι χαρακτηριστικό ότι καθηγητής πανεπιστημίου χαρακτήρισε μανιφέστο νεοφιλελευθερισμού το βιβλίο τού -καθ' οιονδήποτε τρόπο σοσιαλδημοκράτη- κ. Κώστα Σημίτη (στο βιβλίο, μάλιστα, υπήρχε και κείμενο του Ανδρέα Παπανδρέου).
Αυτό το έλλειμμα στον δημόσιο διάλογο πληρώνουμε και σήμερα. Λύσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν πριν από δέκα χρόνια (π.χ. ασφαλιστικό) εφαρμόζονται σήμερα βεβιασμένα και εξ αυτού του λόγου πιο άδικα με οριζόντια μέτρα. Το περιλάλητο «πολιτικό κόστος» δεν γεννήθηκε στο κενό· είναι απόρροια της ιδεολογικής ποινικοποίησης διάφορων απόψεων. Οι πολιτικοί, μάλιστα, είχαν κόστος όχι μόνο αν έκαναν κάτι «νεοφιλελεύθερο», αλλά ακόμη κι αν εκστόμιζαν κάτι που το ιερατείο της Αριστεράς θα μπορούσε να βαφτίσει «νεοφιλελεύθερο», όπως π.χ. «μήπως, ρε παιδιά, πρέπει να κουβεντιάσουμε το ασφαλιστικό;».
Απόρροια αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι δεν αναπτύχθηκε κουλτούρα διαλόγου στη χώρα. Από την αποσιώπηση (διά βαρυτάτων χαρακτηρισμών) των αντιτιθέμενων απόψεων στο κυρίαρχο «ιδεολογικό Παράδειγμα» κατά το παρελθόν, περάσαμε σήμερα στις απειλές και στη βία.
Μια τρίτη συνέπεια αυτού του ελλείμματος διαλόγου είναι ότι το ιδεολογικό αφεντικό τρελάθηκε. Η εγχώρια Αριστερά δεν ήταν παλαβή από γεννησιμιού της. Κατά το παρελθόν, μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει μαζί της, αλλά τουλάχιστον μπορούσε και να κουβεντιάσει. Η Αριστερά ήταν παιδί του δυτικού ορθολογισμού και είχε συγκροτημένη άποψη. Η ιδεολογική μονοφωνία όμως έχει άσχημες συνέπειες. Κατ' αρχήν το κυρίαρχο Παράδειγμα δεν μπολιάζεται με νέες ιδέες και δεδομένα. Δεύτερο και κυριότερο: αν κάποιος θέλει να ξεχωρίσει, εντός του κυρίαρχου Παραδείγματος, τότε πρέπει ή να φωνάξει πιο πολύ ή να πει κάτι πιο «ριζοσπαστικό» από τους προηγούμενους.
«Ριζοσπαστικοποίηση» στη «ριζοσπαστικοποίηση», όμως, ο λόγος της Αριστεράς κατέληξε σε πλήρη ασυναρτησία. Φτάσαμε να θεωρούνται σεβαστές οι μεγαλύτερες ανοησίες του κόσμου, μόνο και μόνο γιατί εκστομίζονταν από «αριστερά» στόματα. Το ΚΚΕ, για παράδειγμα, δήλωνε ότι «ήταν και παραμένει κόμμα διεθνιστικό, επομένως και γνήσια πατριωτικό»· ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε το 2005 ότι «θα πει «όχι» στο Ευρωσύνταγμα για να τσιμεντώσει το «ναι»» κι άλλα τέτοια κουφά, που όμως δεν συναντούσαν την αναγκαία χλεύη, μόνο και μόνο διότι ήταν «αριστερά». Μην ξεχνάμε επίσης ότι όποιος γελούσε με τις αριστερές ανοησίες μπορούσε να χαρακτηριστεί από «ρεφορμιστής» μέχρι «αντικομμουνιστής»· θανάσιμα πολιτικά αμαρτήματα και τα δύο.
Από την πρόοδο στην οπισθοδρόμηση
Η αλήθεια είναι ότι η Αριστερά δεν κυβέρνησε -σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης- ποτέ τον τόπο. Επίσης, το μεγάλο και συγκεντρωτικό κράτος ήταν δημιούργημα της μετεμφυλιακής Δεξιάς που θέλησε δι' αυτού να ελέγξει τις κοινωνικές εξελίξεις. Για συγκεκριμένους, όμως, ιστορικούς λόγους -είτε διότι η Αριστερά μαρτύρησε και κάθε κριτική εθεωρείτο ασέβεια, είτε διότι η Δεξιά δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα γράμματα, είτε διότι ήταν της μόδας- η Αριστερά σφράγισε ιδεολογικά τις εξελίξεις στη χώρα.
Αυτό δεν είχε μόνο αρνητικά επακόλουθα. Γράφαμε παλαιότερα (22/8/2004) ότι κατά το παρελθόν στην Ελλάδα δεν εμφανίστηκε έντονο πρόβλημα ρατσισμού κι αυτό «κυρίως οφείλεται στην ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς. Κακά τα ψέματα: η (κατά το μεγαλύτερο μέρος) βελούδινη μετάβαση σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία οφείλεται στον πολιτικό φιλελευθερισμό που καλλιέργησε χρόνια η ανανεωτική Αριστερά στον τόπο. Αυτή απαξίωσε πολύ νωρίς και ιδεολογικά και κοινωνικά κάθε προσπάθεια διαχωρισμού των ανθρώπων με βάση τα χαρακτηριστικά τους».
Σημειώναμε επίσης ότι αυτό είναι πρόσκαιρο κι ευκαιριακό, διότι «ο ελληνικός αντιρατσισμός δεν ήταν προϊόν διαλόγου αλλά παράγωγο της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς. Οπως κάποτε ήταν της μόδας να είναι κάποιος αριστερός, έτσι παραμένει της μόδας να είναι κάποιος αντιρατσιστής. Η κυριαρχία της Αριστεράς -όσο κι αν ωφέλησε τη χώρα σε πρώτο επίπεδο- στην ουσία έκρυψε το πρόβλημα κάτω από το χαλί της απαξίωσης. Δεν υπάρχει συστηματική δουλειά και ουσιαστική παιδεία πίσω από την ελληνική ανεκτικότητα».
Μεγάλη υπήρξε επίσης η συνεισφορά της Αριστεράς στην εμπέδωση της αστικής δημοκρατίας τα πρώτα κρίσιμα μεταδικτατορικά χρόνια. Πολλά αστικά και πολιτικά δικαιώματα εμπεδώθηκαν υπό την πίεση των αγώνων της Αριστεράς, η οποία τότε είχε τον φόβο της επιστροφής στην παλιά κακή «αυταρχική δημοκρατία» του μετεμφυλιακού κράτους.
Μόνο που αυτή η ιδεολογική μονοφωνία επέτρεψε στο εκκρεμές να πάει στην αντίθετη πλευρά. Η Αριστερά, από δύναμη προόδου κατάντησε μια ακραία οπισθοδρομική κομπανία που υιοθετεί άκριτα κάθε συντεχνιακή και τοπική διεκδίκηση, μόνο και μόνο για να γίνεται φασαρία.
Το αστείο δεν είναι μόνο αυτό που έγραψε ο κ. Γιάννης Βούλγαρης ότι «η κοινωνία «κρύβεται» πίσω από τα παραδοσιακά αριστερά κλισέ για να εξορθολογίσει και να νομιμοποιήσει επιλογές στασιμότητας... Η Αριστερά έχει απλώς αυτοπαγιδευτεί στην ψευδαίσθηση επιρροής που της δημιουργεί η συχνή χρήση των παλαιών ένδοξων λέξεων. Δεν καταλαβαίνει ότι «γυμνά ονόματα κρατάμε» και ότι η αναγέννηση της αριστερής πολιτικής προϋποθέτει την αποδέσμευση από τα κλισέ της».
Το πιο αστείο είναι ότι αυτά τα ίδια αριστερά κλισέ υιοθέτησαν και οι αστοί πολιτικοί που -άλλο δεν ήθελαν!- για να αναπαραγάγουν το πελατειακό σύστημα.
Διόριζαν αβέρτα, διότι υπήρχε το «δίκιο του λαού στην κρατική εργασία» και το αίτημα για στελέχωση των πιο απίθανων υπηρεσιών· φόρτωναν με γραφειοκρατικές διαδικασίες τις επιχειρήσεις (π.χ. υποχρεωτική εγγραφή στα επιμελητήρια) ώστε να διατηρούν και παραπολιτικά σώματα και γενικώς βολεύτηκαν μια χαρά μιλώντας αριστερά και πράττοντας συντηρητικά.
Οι μόνοι που πλήρωναν στο τέλος ήταν οι πολίτες. Τώρα, μάλιστα, που ο λογαριασμός της χρεοκοπίας τούς έκατσε βαρύς, υπάρχουν δεκάδες αριστερά συνθήματα να υιοθετήσουν για να διαμαρτυρηθούν για το τέλος του πελατειακού κράτους.
No comments:
Post a Comment